- ναυαγός
- ο και η (ΑΜ ναυαγός, -όν, Α ιων. τ. ναυηγός)αυτός που ναυάγησε, καραβοτσακισμένος («οὐκ ἀνείλοντο τοὺς ναυαγούς», Ξεν.)νεοελλ.μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει αποτύχει στη ζωή του («είναι ένας ναυαγός τού έρωτα»)αρχ.1. ως ουσ. αυτός που οδηγεί το πλοίο, ο καπετάνιος, ο κυβερνήτης2. ως επίθ. ναυαγός, -όν1. αυτός που επιφέρει ναυάγιο («ναυηγοί ἄνεμοι», Ανθ. Παλ.)2. φρ. α) «ναυηγός τάφος» — υγρός τάφος, η θάλασσαβ) «ναυηγός μόρος» — πνιγμός, θάνατος σε ναυάγιο, Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς + -ăγός (< ἄγνυμι, «σπάζω») με έκταση τού βραχέος ă εν συνθέσει ή κατ' επίδραση τού μακρού ᾱ τών κατᾱγνυμι, κατέᾱξα. Αξιοσημείωτος ο σημασιολογικά παράλληλος σχηματισμός τής Λατινικής nau-fragus, νόθο σύνθ. από το θ. nau- (πρβλ. nau-ta < ελλ. ναύ-της) + -fragus (< frango «σπάζω»)].
Dictionary of Greek. 2013.